ανώνυμοι

ανώνυμοι
ανώνυμοι οι
святые, не имеющие своего тропаря или кондака. Им поют тропари других святых. В эту категорию входят пророки, апостолы, мученики, священномученики, иерархи, преподобные
Этим.
дргр. < αν- (отриц. приставка) + -ώνυμος < όνυμα «имя»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανώνυμοι" в других словарях:

  • ἀνώνυμοι — ἀνώνυμος without name masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίτλος — ο, ΝΜΑ, και τίτυλος Μ, και τίτουλας ΜΑ, και τίτλος, ἡ, Α νεοελλ. μσν. λέξη ή σύντομο κείμενο που δηλώνει το περιεχόμενο ενός συγγράμματος, ενός θεατρικού έργου, ενός κεφαλαίου ή παραγράφου, επικεφαλίδα νεοελλ. 1. ονομασία επιχείρησης, ιδρύματος,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ATLANTES — Aethiopiae populi Herodoto, Melae, l. 1. c. 4. ac Plinio, l. 5. c. 8. inter quos nullam nominum appellationem esle aiunt. Hi forte hodie regnum Borneo dictum habitant, cuius incolas nullum proprium nomen habere tradit Ioh. Leo, omnesque a quodam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DEDICANDI Ritus — antiquissimo in usu. Et apud Hebraeos qui [Gap desc: Hebrew]; apud Graecos ἐγκαινίζειν et ἐγκαίνια et ἐγκαινι???μὸς, idem, quodLatinis Initiare ac Initia, seu Initiamenta ac dedicare et Dedicatio est, consecratio sc. seu usibus sacris cultuique… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανώνυμος — η, ο (Α ἀνώνυμος, ον) 1. ο χωρίς όνομα 2. αυτός που δεν φέρει υπογραφή («ἀνώνυμη καταγγελία», «ἀνώνυμος μήνυσις», Λυσίας) νεοελλ. αυτός που δεν αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο αρχ. 1. ανείπωτος, απερίγραπτος 2. αυτός που δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • αττικός — I Όνομα ιστορικών προσώπων, Ελλήνων και Ρωμαίων, στους ρωμαϊκούς χρόνους. 1. Ηρώδης (βλ. λ. Ηρώδης ο Αττικός). 2. Τίτος Πομπώνιος Α. (Ρώμη 109 32 π.Χ.). Καταγόταν από οικογένεια που καταγόταν απο τον βασιλιά της αρχαίας Ρώμης Νουμά Πομπίλιον.… …   Dictionary of Greek

  • επώνυμος — η, ο (AM ἐπώνυμος, ον) 1. αυτός που έχει πάρει την ονομασία του από κάποιον ή από κάτι, που έχει ονομαστεί λόγω τού δεσμού του με κάποιον ή κάτι (α. «η Αθήνα επώνυμη τής Αθηνάς» β. «ὁ τῆς εὐσεβείας ἐπώνυμος, Ευσ. γ. «ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ’… …   Dictionary of Greek

  • Αθανασιάδης, Νίκος — (Μυτιλήνη 1904 – Αθήνα 1990).Λογοτέχνης. Επέδειξε ιδιαίτερα σημαντικό έργο στον χώρο της πεζογραφίας. Δημοσίευσε τα μυθιστορήματα Το βιβλίο του νησιού μου (1950), Πέρα από το ανθρώπινο (1956), Σταύρωση χωρίς ανάσταση (1963), Το γυμνό κορίτσι… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»